Σάββατο 3 Απριλίου 2010

H Λαμπρη στον Ποντο


Το Πάσχα, οι Πόντιοι το ονόμαζαν Λαμπρή και ό,τι είχε σχέση με αυτό, έπαιρνε το όνομά του από την Λαμπρή. Έτσι, έλεγαν «τη Λαμπρής τ' ωβά», «τη Λαμπρής το κερίν», «τα Λαμπροήμερα», «τα Λαμπρινά λώματα» (πασχαλινές φορεσιές).
Από όνομα Λαμπρή έχουμε και ονόματα όπως: Λαμπρινός, Λαμπρινή, Λαμπριανίδης και Λαμπρινίδης.
Έχουμε ακόμη φράσεις: «εποίκαμε Λαμπρήν» δηλαδή, γλεντήσαμε σαν να ήταν Πάσχα. Π.χ. «όνταν έρθεν ο κύρη μ' ας σην ξενιτείαν, εποίκαμε Λαμπρήν».
Γενικά, για τους Πόντιους, η Λαμπρή ήταν «εορτή εορτών» και «η πανήγυρις πανηγύρεων».
Την παραμονή της ημέρας, στόλιζαν το εσωτερικό του ναού με φύλλα δάφνης και κλαδιά από πύξο και μυρτιά.
Στον Πόντο, το Πάσχα δεν ήταν μόνο θρησκευτική αλλά και εθνική γιορτή γιατί τους έδινε την ευκαιρία να συγκεντρωθούν σε μεγάλες ομάδες και όταν ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη»,  άρχιζαν οι πυροβολισμοί και σε κάθε πυροβολισμό, μαζί με την Ανάσταση του Χριστού, ενδόμυχα, χαιρετούσαν και την ανάσταση του έθνους.
Στην Τραπεζούντα, η Μητρόπολη και οι εκκλησιαστικές επιτροπές των ενοριών εργάζονταν πολύ εντατικά. Φρόντιζαν και κατόρθωναν να βοηθήσουν, εντελώς μυστικά, όλους τους φτωχούς και δυστυχισμένους με λεφτά, ρούχα και τρόφιμα, ώστε όλοι με χαρά να γιορτάσουν το Πάσχα.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα, λες και πενθούσε όλη η οικογένεια, δεν επιτρεπόταν κανένα τραγούδι, καμιά μουσική, κανένα γλέντι. Νήστευαν όλοι, προσεύχονταν και ζητούσαν συγχώρηση ο ένας από τον άλλον κάθε βράδυ στην εκκλησία.
Η Ανάσταση γινότανε στο προαύλιο της εκκλησίας. Η Λειτουργία άρχιζε στις τρεις τα μεσάνυχτα ώστε τα χαράματα να γίνει η Ανάσταση. Μετά την απόλυση της εκκλησίας, όλοι πήγαιναν στα σπίτια τους. Πρώτα έτρωγαν «τ' ευχιασμένον τ' ωβόν». Το αυγό που αναλογούσε στην Παναγία το έβαζαν στο εικονοστάσι, ενώ το παλιό που υπήρχε το έθαβαν στον κήπο. Το απόγευμα της Κυριακής, γινόταν η δεύτερη Ανάσταση. Διαβαζόταν το Ευαγγέλιο σε πέντε - έξη γλώσσες. Την Δευτέρα, όλοι οι άντρες, με επικεφαλής τον ιερέα γύριζαν κατά σειρά όλα τα σπίτια. Οι νοικοκυραίοι τους πρόσφεραν από ένα αυγό ενώ στον ιερέα, δύο. Στο τραπέζι, όλη μέρα, υπήρχε βραστό μοσχαράκι, φούστρον (ομελέτα), ρυζόγαλο και αυγά. Οι νέοι, απαρτίζοντας μικρούς ομίλους με τον λυράρη να παίζει, περιέρχονταν όλα τα σπίτια για το «Χριστός Ανέστη». Τότε ήταν η ευκαιρία να συμφιλιωθούν οι μαλωμένοι, όσοι ακόμη δεν είχαν συμφιλιωθεί τις προηγούμενες ημέρες. Αλλά τα λαμπροήμερα ήταν κυρίως το πανηγύρι του αυγού. Τα αυγά της Λαμπρής τα έβαφαν με φλούδες από κρεμμύδι ή με ρίζες από λάπατα. Δεν έβαφαν αυγά όσο είχαν πένθος. Τη Μεγάλη Πέμπτη, οι γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία κόκκινα αυγά με αλάτι και πιπέρι μέσα σε άσπρες πετσέτες απ' όπου τα έπαιρναν μετά την Ανάσταση. Ο παπάς «ευχίαζε τ' ωβά». Τα «ευχιασμένα ωβά» ήταν τόσα όσα και τα μέλη της οικογένειας και ένα της Παναγίας, αυτό που αποθέτανε στο εικονοστάσι, για ένα χρόνο ως την επόμενη Λαμπρή.
Το τσούγκρισμα των αυγών άρχιζε με το «Χριστός Ανέστη» και συνεχιζόταν τρεις μέρες: την πρώτη «εντούν'ναν με το μύτιν», τη δεύτερη με τον «πάτο» και την τρίτη με την «κοιλία». Χτυπώντας στα δόντια τα αυγά ξεχώριζαν τα γερά: «εσινάευαν τ' ωβά τουν». Ο νικητής, κατά το έθιμο, έπαιρνε το σπασμένο. Ψάχνανε να βρουν γερά αυγά που τα λέγανε «ταιγανί' ωβόν» δηλαδή αυγό φραγκόκοτας ή «κατσκάρ» (τσακμακόπετρα) ή «κουτσκούρια». Τα ψήνανε στη χόβολη ή τα άδειαζαν και τα γέμιζαν ζάχαρη ή πίσσα. Γινόταν συμφωνία ποιος θα έχει το αυγό κάτω «ποίος 'α κάθεται». Εκτός από το τσούγκρισμα, είχαν και το κύλισμα των αυγών. Διάλεγαν ένα μέρος με μικρή κλίση απ' όπου κυλούσαν τα αυγά. Το αυγό που κυλώντας κτυπούσε κάποιο άλλο, κέρδιζε.
Παροιμίες: «Ας εν' για το Χριστός Ανέστη, κουμπάρε» (ας είναι για το Χριστός Ανέστη, κουμπάρε). Λεγόταν για αναγκαστική συγχώρηση πταίσματος.
«Χάσον τον Ιούδαν ας σην καρδίας σ' να ελέπ'ς την Ανάστασιν» (διώξε από την καρδιά σου τον Ιούδα, για να δεις την Ανάσταση), φράση σχετική με την μετάνοια.
«Το κόκκινον το τσέπλ' ως να 'κι ρούζ' ση γην Άνοιξη 'κ' έρται» δηλαδή αν δεν πέσει το κόκκινο το τσόφλι του αυγού στην γη, Άνοιξη δεν έρχεται. Προφανώς σχετική με τον ερχομό της Άνοιξης ασχέτως ημερομηνίας.
«Έχεις να τρώς; Χριστός Ανέστη, 'κ' έχεις να τρώς; Θάνατον πατήσας» δηλαδή έχεις να φάς; Κάνεις Χριστός Ανέστη, δεν έχεις να φας; Θάνατον πατήσας, δηλαδή όταν έχεις καλοπερνάς και όταν δεν έχεις, υποφέρεις.
Το ταφικό έθιμο
Ένα πανάρχαιο, χριστιανικό έθιμο που συνεχίζεται ως τις ημέρες μας
Το ταφικό έθιμο γιορταζόταν από τους Έλληνες του Πόντου τη δεύτερη μέρα του Πάσχα.
Το γεγονός αυτό φανερώνει την πίστη τους στην χριστιανική αντίληψη για την ανάσταση των νεκρών και τον σεβασμό και την τιμή προς εκείνους, αφού τους διέθεταν τη δεύτερη μέρα της μεγαλύτερης γιορτής της Χριστιανοσύνης.
Την ημέρα αυτή, οι νοικοκυρές ετοιμάζουν από νωρίς ένα ταψί (κάνιστρο στην αρχαιότητα) με διάφορα γλυκά και εδέσματα, τσουρέκια, κόκκινα αυγά κ.ά..
Μετά το τέλος της λειτουργίας, όλοι κατευθύνονται στο νεκροταφείο της περιοχής. Εκεί, ο καθένας πηγαίνει στον τάφο του νεκρού του. Ακουμπάει το ταψί με τα τρόφιμα και το ούζο πάνω στον τάφο, σε καθαρό τραπεζομάντηλο και περιμένει τον ιερέα να κάνει τρισάγιο.
Περιμένοντας, συζητούν για τον νεκρό, θυμούνται τα προτερήματά του, τις καλοσύνες του, τα γλέντια με τους συγγενείς και φίλους και ό,τι είχε σχέση με την ζωή του (εγκώμια των αρχαίων Ελλήνων) και ό,τι προκαλεί την αίσθηση της ζωντανής παρουσίας του ανάμεσά τους.
Είναι ημέρα ανάστασης και όχι πονεμένη ανάμνηση με θρήνους.
Όταν έλθει ο ιερέας, κάνει τρισάγιο, τρώει λίγους μεζέδες, πίνει και εύχεται: «Θεός σχωρέσ' τον». Ύστερα, οι συγγενείς προσφέρουν σε γνωστούς και αγνώστους φαγώσιμα, τρώνε και οι ίδιοι και πίνουν καθισμένοι γύρω από τον τάφο και εύχονται: «Σχωρεμένος να έν'».
Αν ο νεκρός αγαπούσε το τραγούδι και τον χορό, οι φίλοι του, με την συνοδεία της λύρας, του τραγουδούν και αποχωρούν ευχόμενοι ο ένας στον άλλο μακροζωία και χαρές.
Στον Πόντο, συνέχιζαν το γλέντι στα «παρχάρεν» (τα χλοερά λιβάδια), στις πλατείες και τ' αλώνια.
Οι Πόντιοι της περιοχής των Σουρμένων (Δήμος Ελληνικού - Αττικής), την ημέρα της γιορτής του Θωμά, διατηρούν και βιώνουν το ταφικό έθιμο που έφεραν μαζί τους από τον Πόντο. Την ημέρα αυτή, οι Πόντιοι - αλλά και πολλοί μη πόντιοι Έλληνες, από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, προσέρχονται στα Σούρμενα και χαίρονται την μεγαλύτερη ποντιακή γιορτή με εκλεκτά φαγητά, τραγούδια και χορούς.
Στα πλαίσια της αναβίωσης αυτού του χριστιανικού με αρχαίες ρίζες εθίμου της τιμής στους νεκρούς, εθίμου που χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη σχέση του Έλληνα με τον θάνατο, ο Δήμος Ελληνικού οργανώνει ομιλίες, εκθέσεις, ποντιακά δρώμενα και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΞΥΓΟΝΟ


     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου